- ἐφευρετῇ
- ἐφευρετήςinventormasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφεύρεση — Επινόηση (δημιουργία) ενός αντικειμένου, που δεν υπήρχε στη φύση και το οποίο είναι κατάλληλο για να ικανοποιήσει καθορισμένες ανθρώπινες ανάγκες. Η ε. διαφέρει συνεπώς από την ανακάλυψη, η οποία, αντίθετα, είναι η αναγνώριση και η πιθανή… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
ευρεσιτεχνία — Η εύρεση νέου ή η τελειοποίηση τεχνικού μέσου ή οργάνου. Το δίπλωμα ε. είναι ο επίσημος τίτλος που δίνεται στον εφευρέτη για την αποκλειστική εκμετάλλευση της εφεύρεσής του. Βλ. λ. εφεύρεση. * * * η 1. η επινόηση, η εφεύρεση μέσου, προϊόντος,… … Dictionary of Greek
ντεσιμπέλ — Μονάδα μέτρησης που χρησιμοποιείται σε διάφορες περιοχές της φυσικής αλλά ορίζεται με παρόμοιο τρόπο. Στην ηλεκτρονική και τις τηλεπικοινωνίες με το ν. μετράμε την ισχύ ενός δίθυρου (είσοδος έξοδος) δικτυώματος. Στην περίπτωση αυτή η απολαβή… … Dictionary of Greek
Όλυμπος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αυλητής, ραψωδός και ποιητής, που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Του αποδίδεται η εφεύρεση της αυλητικής ή η διάδοση της στην Ελλάδα. 2. Ό. ο Νεότερος. Αυλητής από τη Μυσία, που έζησε κατά πάσα πιθανότητα τον… … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
γκρας — Οπισθογεμές ντουφέκι που πήρε την ονομασία του από τον κατασκευαστή του, Γάλλο στρατηγό Γκρα. Με το όπλο αυτό, εφοδιάστηκε ο ελληνικός στρατός την περίοδο 1877 1906. * * * ο και γκρα, το οπισθογεμές τουφέκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gras, από το όνομα … Dictionary of Greek
δίπλωμα — το (AM δίπλωμα) το να διπλώνει κανείς κάτι νεοελλ. 1. τσάκισμα, δίπλωση 2. έγγραφο που αναγνωρίζει επίσημα μια ικανότητα, ειδικότητα, αξία, πτυχίο εκπαιδευτικού ιδρύματος ή αρχής που δίδεται μετά το τέλος τών σπουδών, πτυχίο («δίπλωμα ιατρικής») … Dictionary of Greek
δαγγεροτυπία — η πρώτη, άχρηστη στις μέρες μας, μέθοδος φωτογράφησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. daguerreotypie < da guerreotype < Daguerre, όνομα του εφευρέτη τής μηχανής, + type < ελλ. τύπος] … Dictionary of Greek